- αθώρητος
- -η, -ο [θωρώ]1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος4. παραμελημένος, αφρόντιστος5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος6. απρόσεχτος, ξένοιαστος.
Dictionary of Greek. 2013.